- γονάτισμα
- το1. το πέσιμο στα γόνατα: Το γονάτισμα μπροστά στον πατέρα του ήταν ένδειξη μετάνοιας.2. μτφ., η παρακμή, η κατάπτωση, η εξάντληση: Γονάτισμα από αρρώστια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.