γονάτισμα

γονάτισμα
το
1. το πέσιμο στα γόνατα: Το γονάτισμα μπροστά στον πατέρα του ήταν ένδειξη μετάνοιας.
2. μτφ., η παρακμή, η κατάπτωση, η εξάντληση: Γονάτισμα από αρρώστια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γονάτισμα — το (Μ γονάτισμα) [γονατίζω] πτώση στα γόνατα, γονυκλισία νεοελλ. 1. κατάπτωση σωματική ή ψυχική 2. (για φυτά) καταβόλιασμα …   Dictionary of Greek

  • γονατισιά — η το γονάτισμα …   Dictionary of Greek

  • γονυκλισία — η (AM γονυκλισία) κλίση τών γονάτων, γονάτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κλίσις] …   Dictionary of Greek

  • μετόκλασις — μετόκλασις, ἡ (Μ) [μετοκλάζω] γονυκλισία, γονάτισμα …   Dictionary of Greek

  • φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”